- ἀμεθύστινος
- ἀμεθύστινος, ου (Lucian, Ver. Hist. 2, 11) of amethyst Rv 21:20 v.l. S. ἀμέθυστος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
αμεθύστινος — ἀμεθύστινος, η ον (Α) [ἀμέθυστος] από λίθο αμέθυστο* … Dictionary of Greek
ἀμεθύστινος — of amethyst masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεθύστινοι — ἀμεθύστινος of amethyst masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)